πλανητάριο

πλανητάριο
(Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π. δόθηκε σε όλα γενικά τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν παρόμοια μηχανήματα για να αναπαραστήσουν με πιστότητα, με προβολή επάνω σ’ ένα τεχνητό θόλο, όλα τα σπουδαιότερα φαινόμενα του ουρανού και τις κινήσεις όλων γενικά των ουράνιων σωμάτων, σε χρονικό διάστημα πολύ μικρότερο από το πραγματικό, αλλά σε πλήρη αναλογία προς τους πραγματικούς χρόνους. Από την αρχαιότητα ήδη είχε γίνει προσπάθεια μιας μηχανικής αναπαράστασης με πολύπλοκους μηχανισμούς τόσο του έναστρου ουρανού όσο και των κινήσεων του Ήλιου, της Σελήνης και των πλανητών. Στα σύγχρονα π. η αναπαράσταση των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων γίνεται διά προβολής κατά το γεωκεντρικό τύπο, και τα ουράνια σώματα κινούνται κατά τη διεύθυνση που τα αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής στη Γη. Το μηχάνημα του Μπάουερσφελντ αποτελείται από 104 μικρούς προβολείς συναθροισμένους σε ένα ενιαίο σύνολο, εγκαταστημένο στη μέση μιας μεγάλης κυκλικής αίθουσας, της οποίας η οροφή έχει σχήμα θόλου είναι λευκού χρώματος και χρησιμεύει ως οθόνη προβολής για τους θεατές. Η όλη εγκατάσταση αποτελείται από ένα μεταλλικό κορμό που συγκρατεί το σύνολο των προβολέων και που επιτρέπει τον προσανατολισμό τους. Οι προβολείς είναι τοποθετημένοι μέσα σε δύο κυλινδρικά σώματα που απολήγουν το κάθε ένα σε σφαιρικό άκρο. Τα δυο αυτά σφαιρικά άκρα χρησιμεύουν για την αναπαράσταση, αντίστοιχα, του βόρειου και νότιου ουρανού· σε δύο άλλες κυλινδρικές συνδέσεις περιέχονται τα οπτικά όργανα και οι μηχανισμοί για την προβολή, με τις κινήσεις τους, του Ήλιου, της Σελήνης και των πέντε μεγάλων πλανητών που είναι ορατοί με γυμνό μάτι. Το π. στο σύνολό του χρησιμεύει για την αναπαράσταση όλων των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, φαινομενικών και πραγματικών, κατά τρόπο πολύ συντομότερο του πραγματικού, ώστε ο θεατής να μπορέσει να αντιληφθεί μέσα σε λίγα λεπτά ή και δευτερόλεπτα ακόμα όλες τις εναλλαγές του ουρανού. Μια άλλη χαρακτηριστική ιδιότητα του π. είναι η ευχέρεια με την οποία μπορούμε να μετακινήσουμε τον κύριο άξονά του ώστε να πετύχουμε με τον τρόπο αυτό τη φανταστική μεταφορά του θεατή σε άλλο πλάτος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο θεατής, μέσα στον κλειστό χώρο της αίθουσας, μπορεί να θαυμάσει τις υπέροχες όψεις που παρουσιάζει ο ουρανός, π.χ. στον Ισημερινό και στους πόλους και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της Γης. Επίσης είναι δυνατόν, ρυθμίζοντας τις προβολές, να μεταφέρουμε το θεατή ώστε να βλέπει επάνω στον ουράνιο θόλο τους αστέρες στις θέσεις όπου βρίσκονταν σε πολύ παλιότερες εποχές ή όπου θα βρίσκονται σε μια μελλοντική εποχή, έστω και αν οι εποχές αυτές απέχουν πολύ από τη σημερινή. Η αίθουσα του Ευγενίδειου Πλανητάριου, στην Αθήνα, με το όργανο προβολής στη μέση. Ο ορίζοντας που διακρίνεται απεικονίζει τον πραγματικό ορίζοντα όπως φαίνεται από την περιοχή του κτιρίου του ιδρύματος. Άποψη του Πλανητάριου στις πλαγιές του Χελμού. Το πλανητάριο «Λα Σίλλα» στη Χιλή (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
αστρον.
1. εγκατάσταση που επιτρέπει, χάρη σε ένα σύστημα φωτεινών προβολών, με το οποίο είναι εφοδιασμένη, την αναπαράσταση, πάνω σε έναν ημισφαιρικό θόλο, τών βασικών χαρακτηριστικών τής ουράνιας σφαίρας, τών κινήσεων τών ουράνιων σωμάτων, τής όψης τού ουρανού σε διάφορες εποχές καθώς και ορισμένων αστρονομικών φαινομένων, αλλ. πλανητοσκόπιο
2. (κατ' επέκτ.) η αίθουσα, ο χώρος όπου λειτουργεί αυτή η παραπάνω εγκατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planetarium < πλανήτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλανητάριο — το 1. μηχανικό σύστημα που αναπαρασταίνει την κίνηση των πλανητών, ουρανόραμα. 2. η αίθουσα όπου είναι εγκατεστημένο το πλανητάριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Афинская национальная обсерватория — Вид с Акрополя на основное здание обсерватории Ориги …   Википедия

  • Βόλγκογκραντ — (Volgograd). Πόλη (993.500 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας (113.900 τ. χλμ., 2.678.600 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του κάτω ρου του ποταμού Βόλγα, στη συμβολή διαφόρων οδικών αρτηριών… …   Dictionary of Greek

  • πλανητοσκόπιο — το, Ν αστρον. βλ. πλανητάριο …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… …   Dictionary of Greek

  • Ιένα — (Jena). Πόλη (97.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του πόταμου Ζάαλε. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο βιομηχανίας οπτικών ειδών. Πιο συγκεκριμένα, στην Ι. υπάρχει ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Τεχνικό Θεσσαλονίκης — Το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Κτίριο 47, 2η οδός, Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης, Σϊνδος) ιδρύθηκε το 1978 από μία ομάδα εκπαιδευτικών, τεχνικών και επιχειρηματιών που τους συνέδεε το όραμα ενός κοινωφελούς πολιτιστικού φορέα, ο οποίος θα… …   Dictionary of Greek

  • Σαρότ, Ναταλί — (Sarraute). Γαλλίδα συγγραφέας ρωσικής καταγωγής (Ιβάνοβο Βοζνεσένσκ 1902). Εγκαταστημένη στο Παρίσι αφού πέρασε τα παιδικά της χρόνια μεταξύ Ρωσίας, Γαλλίας και Ελβετίας και έμεινε για σπουδές στη Γερμανία και στην Αγγλία, άσκησε το επάγγελμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”